ΕΓΚΩΜΙΑ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Τα Εγκώμια στη βυζαντινή υμνολογία είνα ειδικά τροπάρια που ψάλλονται κατά τον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου. Κατά την τελετουργία ψάλλονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, εντός των ναών, λίγο πριν την εκφορά του Επιταφίου, όπου μερικά εξ αυτών και επαναλαμβάνονται κατά την εκφορά.
Πρόκειται για 185 σύντομα τροπάρια που παρεμβάλλονται μετά τον 118ο ψαλμό, (ψαλμό του Αμώμου) ακολουθώντας σε τρεις στάσεις.
Η πρώτη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Η ζωή εν τάφω, κατετέθης, Χριστέ...».
Η δεύτερη στάση σε ήχο πλάγιο α΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην...» και
Η τρίτη στάση σε ήχο γ΄ αρχίζει με το εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον
αι Μυροφόροι μύρα,
λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου,
Πατήρ Υιός και Πνεύμα,
ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου,
Ανάστασιν, Παρθένε,
αξίωσον τους δούλους σου.
Απόσπασμα από την τρίτη στάση των εγκωμίων
Και οι τρεις παραπάνω στάσεις καταλήγουν με το ίδιο εγκώμιο με το οποίο ξεκινούν ενώ ο ιερέας ή αρχιερέας που λειτουργεί θυμιατίζει τον επιτάφιο και από τις τέσσερις πλευρές του. Στη συνέχεια ακολουθούν ευλογητάρια και στιχηρά ιδιόμελα.
Τα εγκώμια αυτά είναι από «τα πιο αγαπητά ψάλματα των ορθοδόξων», γεμάτα από έντονα συγκινησιακά αισθήματα.[1]
Ιστορικά αποδίδονται κυρίως ως λαϊκής έμπνευσης δημιουργήματα που φέρονται σε κώδικες με διάφορες παραλλαγές.
Τα εγκώμια του επιταφίου αποτέλεσαν και τα πρότυπα της δημιουργίας ομοίων για την Κοίμηση της Θεοτόκου, για τον Άγιο Νικόλαο και άλλα.
Εκτός από τους ψάλτες βυζαντινής μουσικής, τα εγκώμια έχουν αποδοθεί και ηχογραφηθεί από διάφορους σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες και καλλιτέχνηδες, όπως οι Μαρία Φαραντούρη, Γλυκερία, Χάρις Αλεξίου, Φλέρη Νταντωνάκη, Ειρήνη Παππά, Πέτρος Γαϊτάνος και άλλοι.
https://www.youtube.com/watch?v=oY3OzPW4mQM
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται ο στολισμός του Επιταφίου στις εκκλησίες.
Αρχικά ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, που περιέχουν ψαλμούς, τροπάρια, Αποστόλους, Ευαγγέλια και Ευχές.
Στη συνέχεια ψάλλεται ο Εσπερινός της Μεγάλης Παρασκευής και γίνεται η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου.
Ακολούθως τοποθετείται στο Ιερό Κουβούκλιο ένα ύφασμα, πάνω στο οποίο έχει κεντηθεί ή ζωγραφιστεί ο Κύριος, νεκρός. Το ύφασμα αυτό λέγεται Επιτάφιος.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η υμνολογία είναι σχετική με την ταφή του Κυρίου από τους Ιωσήφ και Νικόδημο και την κάθοδο της ψυχής Του στα σκοτεινά βασίλεια του Άδη.
Σχετικά τα τροπάρια: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ?» και «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον?»
Όταν ο Κύριος απέθανε, το σώμα Του μπήκε στον τάφο, η δε ψυχή του ενωμένη με την Θεότητά του κατήλθε στον Άδη και αφού τον νίκησε απελευθέρωσε τις ψυχές. Και την τρίτη ημέρα ενώθηκε και πάλι η Ψυχή με το Σώμα και το Σώμα Ανέστη εκ Νεκρών. Έτσι νικήθηκε ο Άδης και ο θάνατος.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ψάλλονται σε τρεις στάσεις (μέρη) τα λεγόμενα Εγκώμια, μικρά τροπάρια, πολύ αγαπητά στο λαό, αγνώστου ποιητή.
Τα πιο γνωστά είναι: «Η ζωή εν τάφω?», «Άξιον εστί μεγαλύνειν?», «Αι γενεαί πάσαι?» και «Ω γλυκύ μου Έαρ?»
Στη συνέχεια γίνεται η Περιφορά του Επιταφίου, εκτός του ναού και στα όρια της ενορίας.
Μετά την επάνοδο του Επιταφίου στην εκκλησία διαβάζεται περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κζ? 62-66):
Αρχιερείς και Φαρισαίοι πηγαίνουν στον Πόντιο Πιλάτο και του ζητούν να σφραγίσουν τον τάφο, επειδή θυμούνται ότι ο Κύριος σε μια αποστροφή των λόγων του είχε πει ότι σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί. Ο Πιλάτος τούς δίνει την άδεια.
Τροπάρια
Ο ευσχήμων Ιωσήφ
από του ξύλου καθελών
το άχραντόν σου σώμα,
σινδώνι καθαρά
ειλήσας και αρώμασιν,
εν μνήματι καινώ
κηδεύσας απέθετο.
Ότε κατήλθες προς τον θάνατον,
η ζωή η αθάνατος,
τότε τον άδην ενέκρωσας
τη αστραπή της Θεότητας·
ότε δε και τους τεθνεώτας
εκ των καταχθονίων ανέστησας,
πάσαι αι δυνάμεις
των επουρανίων εκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ
ο Θεός ημών, δόξα σοι.
Εγκώμια
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε των πάντων κτίστην·
τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν
την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.
Αι γενεαί πάσαι
ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατον μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος.
ΟΔ.ΕΛΥΤΗ
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.
Ίσως και να ?μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ? αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Αντίς για Όνειρο
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ?μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ?
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ
Μεγάλη Παρασκευή
Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό
κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ? ακουμπώ
φίλε δακρυοπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.
Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε.
των αρίστων άριστε.
Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
των μεγίστων μέγιστε.
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ?χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευωδίαζε χωράφι
που ?χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ?τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».
?Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
αυτά τ? αγκάθια στο κεφάλι σου;
Χάθηκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ? αχτένιστα μαλλιά
δε θα σ? την πόρτα του ουρανού;
Μη χαμογελάς που ?χω κ? εγώ δεμένο το κεφάλι.
Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.
Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο
μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.
Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε
στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα
στολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ? αμάξι που το
σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου
ενώ οι άγγελοι θ? ανάβουν τ? αστέρια για να φωτίζουν
τ? άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο??
(Γιάννης Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού)
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ?Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
«Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής»
Αδρανείς.
Σε παρασύρει η φωτογραφία σου
ότι το έχεις δίπορτο
όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ
κι όποτε θες κατέρχεσαι.
Σ? εξαπατούν επίσης
τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως
δήθεν ότι τα άνθη της
συμπαρασύρουν σε ανάσταση
κι άλλα εσταυρωμένα χώματα.
Άκουσέ με,
πάρε στα χέρια σου την κύλιση του λίθου.
Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο
γεροδεμένο είναι
σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη
και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε.
Μόνο βιάσου γιατί όπου να ?ναι
το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος
ακάνθινο.
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΩΙ ( Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ)
Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω, ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων, και Κύριος των κυρευόντων, προσέρχεται σφαγιασθήναι, και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς, προηγούνται δε τούτου, οι χοροί των Αγγέλων, μετά πάσης Αρχής και Εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ, και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα, και βοώντα τον ύμνον, Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια.
Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.
Πίσω απ? τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.
Μες στων καιρών την ανημποριά
διώξε το γρέγο και το βοριά
και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
με του θριάμβου σου την κραυγή.
"Μέρες Επιταφίου" του Νίκου Γκάτσου